- ἀκτινοφόρος
- ἀκτῑνο-φόρος, ον,A bearing rays, Gloss.:—as Subst., rayed shellfish, Xenocr.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακτινοφόρος — α, ο (Α ἀκτινοφόρος) αυτός που έχει ακτίνες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀκτινοφόρος είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς ίνος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
ἀκτινοφόροι — ἀκτινοφόρος bearing rays masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ՃԱՌԱԳԱՅԹԱԲԵՐ — ( ) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Unknown date ա. ὀ, ἠ ἁκτινοφόρος radiatus, radiato capite. Որ բերէ յինքեան զճառագայթս. ճառագայթաւոր. (ըստ հեթանոսաց՝ մակդիր անահտայ, յորոյ ʼի գլուխն նկարի լուսին.) *Երդնում ʼի ճառագայթաբերն արտեմիս. Վրք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)